- περίαπτα
- περίαπτοςhung roundneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PERIAPTA — Graeca vox Περίαπτα, aliter περιάμματα, a verbo περιάπτω, appendo; interdum ἐξαρτήματα, eâdem notione; etiam ἀποτροπᾶια, ab ἀποτρέπειν, amoliri, und Latinis Amoleta, vulgo amuleta: remedia dicuntur, quibus collo annexi Medici Magi mobos fugare… … Hofmann J. Lexicon universale
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
МАГИЯ — • Magia, magica ars, чародейство. M. и религия имеют одну почву; и та и другая прежде всего основываются на той зависимости, в которой находится человек от окружающей его природы, наполненной неосязательными духами. Если человек… … Реальный словарь классических древностей
ANIGRUS — Theslaliae fluvius, Aniger Vibio Sequesiri. Huius meminit Ovid. Met. l. 15. v. 281. Ante bibebatur, nunc, quas contingere nolis, Fundit Anierus aquas, posrquam (nisi vatibus omnes Eripienda sides) illic lavêre bimembres Vulaera, clavigeri quae… … Hofmann J. Lexicon universale
JASPIS — I. JASPIS gemma, Plin. l. 37. c. 8 viret et saepe translucet, etiamsi victa a multis, antiquitatis tamen gloriam retinens Optima, quae purpurae quicquam habet: secunda quae rosae: tertia, quae smaragdi. Singulis autem Graeci nomina ex argumento… … Hofmann J. Lexicon universale
MAGIA — I. MAGIA fons Siciliae in agro Syracusano. Item urbs Illyriae. Steph. et alia Carmaniae. Ptol. II. MAGIA triplex Vossio: Primum genus totum est in occultis naturae proprietatibus indagandis, et earum operationibus promovendis; adeoque naturâ… … Hofmann J. Lexicon universale
περιάπτης — ὁ, Μ [περιάπτω] αυτός που κατασκευάζει περίαπτα, δηλ. φυλαχτά … Dictionary of Greek
φυλακτήριος — ία, ον, ΜΑ [φυλακτήρ] 1. αυτός που χρησιμεύει για φύλαξη, για προστασία (α. «τοῑς περὶ τὰ τοιαῡτα φυλακτηρίοις τε καὶ ἐπιστάταις ὀργάνων», Πλάτ. β. «φυλακτήριος τῶν συνειληφυιῶν», Διοσκ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυλακτήριον α) μέσο προστασίας,… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στεγάζεται από το 1962 σ’ ένα λιτό κτίριο στο κέντρο της πόλης (Μανόλη Ανδρόνικου 6), που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η αρχική έκθεση των ευρημάτων, που ολοκληρώθηκε το 1971,… … Dictionary of Greek